βαλσαμώνω — βαλσαμώνω, βαλσάμωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βαλσαμώνω — ωσα, βαλσαμωμένος 1. ταριχεύω κάτι ώστε να συντηρηθεί: Το σπίτι του ήταν γεμάτο με βαλσαμωμένα πουλιά. 2. γλυκαίνω, ανακουφίζω, παρηγορώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβαλσάμωτος — η, ο [βαλσαμώνω] ο μη βαλσαμωμένος, αταρίχευτος … Dictionary of Greek
βαλσάμωμα — και μπαλσάμωμα, το [βαλσαμώνω] η ταρίχευση με τη χρησιμοποίηση αντισηπτικών ουσιών … Dictionary of Greek
βαλσάμωση — η [βαλσαμώνω] το βαλσάμωμα … Dictionary of Greek
κεδρώνω — (Α κεδρῶ, όω) [κέδρος] νεοελλ. αλείφω σχοινί με κεδρία, πισσώνω, κατραμώνω αρχ. ταριχεύω, βαλσαμώνω με κεδρία … Dictionary of Greek
μπαλσαμώνω — (Μ μπαλσαμώνω) βλ. βαλσαμώνω … Dictionary of Greek
προταριχεύω — Α 1. ταριχεύω εκ τών προτέρων 2. αλατίζω προηγουμένως 3. ισχναίνω έναν ασθενή με νηστεία («βούλονται γὰρ πάντες ὑπὸ τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων προταριχεύσαντες τοὺς ἀνθρώπους ἤ δύο... ἤ καὶ πλείους ἡμέρας», Ιπποκρ.) 4. διαλύω χημικές ύλες ή ουσίες εκ… … Dictionary of Greek
σκελετεύω — Α [σκελετός] 1. ξηραίνω, αποξηραίνω 2. (σχετικά με κρέας) αλατίζω, παστώνω 3. ταριχεύω, βαλσαμώνω 4. παθ. σκελετεύομαι α) ξηραίνομαι β) φθείρομαι, καταστρέφομαι … Dictionary of Greek
σμυρνίζω — και σμυρνιάζω Α [σμύρνα] 1. παρασκευάζω ή συσκευάζω με σμύρνα 2. ομοιάζω με σμύρνα 3. αρωματίζω με σμύρνα 4. βαλσαμώνω νεκρό … Dictionary of Greek